- σανσκριτολόγος
- ο, η, Νεπιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τής σανσκριτικής γλώσσας καθώς και με τα κείμενα που είναι γραμμένα στην γλώσσα αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σανσκριτικός + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek